- αισώπειος
- -εια, -ειο (Α αἰσώπειος, -εία, -ειον) [Αίσωπος]αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ΑίσωποΑισώπειοι μύθοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αἰσώπειος — of Aesop masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισώπειος — α, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον Αίσωπο: Τους λεγόμενους αισώπειους μύθους πρώτος συγκέντρωσε ο βυζαντινός καλόγερος Μάξιμος Πλανούδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰσωπείων — Αἰσώπειος of Aesop fem gen pl Αἰσώπειος of Aesop masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπειον — Αἰσώπειος of Aesop masc acc sg Αἰσώπειος of Aesop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείοις — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείου — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείους — Αἰσώπειος of Aesop masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείῳ — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπεια — Αἰσώπειος of Aesop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπειοι — Αἰσώπειος of Aesop masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)